τέντωμα

τέντωμα
το, Ν [τεντώνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα τού σχοινιού»)
2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα τού πανιού»)
3. μτφ. διάπλατο άνοιγμα («τέντωμα τής θύρας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τέντωμα — το, ατος 1. το ξεδίπλωμα: Τέντωμα του υφάσματος. 2. τσίτωμα, τεζάρισμα: Τέντωμα του σκοινιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαλλίστρα — Βλητικό πολεμικό όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ξύλινο σώμα εφοδιασμένο με μια συσκευή για το τέντωμα της χορδής. Αυτό το όπλο, που αποτελούσε μια τελειοποίηση του κλασικού τόξου, ήταν πιθανώς γνωστό πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή στους… …   Dictionary of Greek

  • τάνυσμα — Ένα τ. με ν δείκτες εναλλαγής συνδυασμένο με τα διανύσματα του τακτικού χώρου, είναι μία συνάρτηση Τ η οποία σε κάθε διατεταγμένη νιάδα διανυσμάτων v1, v2, ..., νν συνδυάζει έναν πραγματικό αριθμό Τ (v1, v2, ..., vν) κατά τρόπο, ώστε να υφίσταται …   Dictionary of Greek

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • κόρδωμα — το, ατος 1. τέντωμα, τεζάρισμα. 2. τέντωμα του κεφαλιού προς τα πάνω ως εκδήλωση υπεροψίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπλωμα — το (AM ἅπλωμα) ξεδίπλωμα, τέντωμα μσν. νεοελλ. (για υφάσματα) το κάλυμμα επίπλου ή της Αγίας Τραπέζης νεοελλ. 1. έκθεση νωπών ή υγρών πραγμάτων στο ύπαιθρο, για να στεγνώσουν 2. απλοχωριά, ανοιχτός χώρος …   Dictionary of Greek

  • άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες …   Dictionary of Greek

  • έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… …   Dictionary of Greek

  • έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”